Ακρινο ή Λοφτσα

του Γεώργιου Μουρουζίδη

Το Ακρινο ή Λόφτσα ήταν ένα από τα πιο ανεπτυγμένα σιδεροχώρια της περιοχής. Οι κάτοικοί του ήταν ειδικευμένοι στην κατασκευή πεταλοειδών σφηνών και τροφοδοτούσαν όχι μόνο την περιοχή μας αλλά η φήμη τους έφτανε μέχρι και την Θεσσαλονίκη. Στην περιοχή γύρω από το χωριό υπάρχουν υπολείμματα αρχαίων οικισμών, καθώς και ένας παλιός ρωμαϊκός δρόμος.

Σύμφωνα με τον Βούλγαρο ιστορικό και εθνογράφο George Strezov (1891) το χωριό Ακρινο είχε ελληνική εκκλησία και ελληνικό σχολείο το οποίο βρισκόταν σε άριστη κατάσταση, παρά τις ελλείψεις δασκάλων και εποπτικών μέσων. Την εποχή εκείνη, την ελληνική εκπαίδευση στην περιοχή την οργάνωνε το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο. Επίσης σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό και σχολικό επιθεωρητή το 1889 τοποθετήθηκε Βούλγαρος δάσκαλος, ο οποίος είχε 20 μαθητές.

Σύμφωνα με τον Alexandre Synvet ή Sinvet (Γάλλος), καθηγητή, γεωγράφο, φιλόλογο, κ.λπ., το 1878 στην επισκοπή Λόφτσα του Μελένικου κατοικούν 1250 Έλληνες.

Το Ακρινό βρέθηκε κυριολεκτικά επάνω στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα (1913).

Mέχρι το 1919 (Συνθήκη Νεϊγύ), το χωριό κατοικούνταν από χίλιους και πλέον ντόπιους κατοίκους.

Οι κάτοικοι της Λόφτσας ήταν φιλήσυχοι σλαβόφωνοι αγροτο-ποιμένες, Χριστιανοί Ορθόδοξοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που μετά τη δημιουργία της Εξαρχίας πιέστηκαν από τους κομιτατζήδες να γυρίσουν στην Εξαρχία. Για το λόγο αυτό, μετά την Εφαρμογή της Εθελούσιας Ανταλλαγής μεταξύ Ελλάδας-Βουλγαρίας μετοίκησαν στη Βουλγαρία.

Το κενό της αποχώρησης των ντόπιων Εξαρχικών κατοίκων, κάλυψαν 60 περίπου οικογένειες προσφύγων. Έτσι, στην απογραφή του 1928 το Ακρινό φέρεται να έχει 214 κατοίκους, ενώ στην απογραφή του 1940 μόλις 80 κατοίκους. Το χωριό ερημώθηκε μετά τον εμφύλιο πόλεμο.

Ναός των Ταξιαρχών

Στα ερείπια του Ακρινού στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, είναι κτισμένος από το 1848 ο μεταβυζαντινός Ναός των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ.